μετεωρικός

μετεωρικός
-ή, -ό
[μετέωρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρο («μετεωρικός κρατήρας» — κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη)
2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου
3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»
(γεωλ.-μετεωρ.) νερό που υπάρχει στην ατμόσφαιρα τής Γης και πέφτει στην επιφάνεια της με τη μορφή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, λ.χ. βροχής, χιονιού κ.λπ.
β) «μετεωρικό ρεύμα»
αστρον. η είσοδος στην ατμόσφαιρα τής Γης μετεώρων ή διαττόντων αστέρων στο ίδιο περίπου μέρος τού ουρανού και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”